- μισόγυνος
- μισόγυνος, -ον (ΑΜ)μισογύνης(το αρσ. ως κύριο όν.) Μισόγυνοςτίτλος θεατρικού έργου τού Ρωμαίου Ατιλίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + -γυνος (< γυνή), πρβλ. φιλό-γυνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισόγυνος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισογύνου — μισόγυνος masc/fem/neut gen sg μῑσογύνου , μισογύνης woman hater masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισογύνῳ — μισόγυνος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Misogyny — Part of a series on Discrimination General forms … Wikipedia
misógino — (Del fr. misogyne < gr. misogynes, que odia a las mujeres.) ► adjetivo 1 SICOLOGÍA De la misoginia: ■ fue expulsado por su comportamiento misógino con el equipo femenino. ► adjetivo/ sustantivo 2 SICOLOGÍA Que siente aversión por las mujeres.… … Enciclopedia Universal
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
μισογυνία — η (Α μισογυνία [μισόγυνος] η ιδιότητα τού μισογύνη, η απέχθεια και αποστροφή προς τις γυναίκες, το μίσος κατά τών γυναικών … Dictionary of Greek
μισογυνώ — μισογυνῶ, έω (Α) [μισόγυνος] μισώ, απεχθάνομαι τις γυναίκες, διάκειμαι εχθρικά εναντίον τους … Dictionary of Greek
μισογύναιος — μισογύναιος, ον (Α) [μισόγυνος] 1. μισογύνης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισογύναιον το μίσος κατά τών γυναικών … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek